πολογραφίη

πολογραφίη
πολογραφία
description of the heavens
fem nom/voc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολογραφία — ιων. τ. πολογραφίη, ἡ, Α 1. η περιγραφή τών πόλων τού ουρανού και τών ουράνιων σωμάτων 2. ως κύριο όν. Πολογραφία τίτλος πραγματείας τού Δημοκρίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλος + γραφία*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”